γραμμή kreikasta suomeksi

βοηθητική γραμμή

  1. apuviiva

γραμμή εργαλείων sc=Grek

  1. työkalupalkki

γραμμή τερματισμός τερματισμού

  1. maali, maaliviiva

εμπροσθοφυλακή, πρωτοπορία, πρώτη γραμμή

  1. eturintama, kärkikasti, kärkipää