αυτοκινητόδρομος kreikasta suomeksi

αυτοκινητόδρομος

  1. moottoriliikennetie

αυτοκινητόδρομος sc=Grek

  1. moottoriliikennetie

αυτοκινητόδρομος υπερταχείας κυκλοφορίας sc=Grek, δρόμος χωρίς διόδια

  1. moottoritie

αυτοκινητόδρομος

  1. moottoritie