αυταρχικός kreikasta suomeksi

αυταρχικός

  1. autoritaarinen

  2. yksinvaltainen, autokraattinen

adjective αυθαίρετος, δεσποτικός, αυταρχικός, παρορμητικός, αυθόρμητος, oun αυθαίρετος αριθμός, τυπογραφικό στοιχείο εκτός "οικογένειας", παράταιρο και ανομοιογενές στοιχείο

  1. mielivaltainen, umpimähkäinen, omavaltainen