αυθόρμητος kreikasta suomeksi

αυθόρμητος, εθελοντικός

  1. spontaani

αυθόρμητος, αβίαστος

  1. spontaani, oma-aloitteinen, omaehtoinen

παρορμητικός, αυθόρμητος

  1. impulsiivinen

αυθόρμητος, φυσικός

  1. luonnollinen

adjective αυθαίρετος, δεσποτικός, αυταρχικός, παρορμητικός, αυθόρμητος, oun αυθαίρετος αριθμός, τυπογραφικό στοιχείο εκτός "οικογένειας", παράταιρο και ανομοιογενές στοιχείο

  1. yllättävä, äkillinen