απόλαυση kreikasta suomeksi

απόλαυση sc=Grek, πολυτέλεια sc=Grek

  1. hemmottelu

χαρά, απόλαυση, τέρψη

  1. hemmottelu

ευχαρίστηση, απόλαυση, τέρψη, ηδονή

  1. ane, lievitys