αποτέλεσμα kreikasta suomeksi

αποτέλεσμα

  1. tulos, ratkaisu, lopputulos

  2. seurata, olla tulos tuloksena

αποτέλεσμα, επίδραση, πραγματοποίηση

  1. seurata, olla tulos tuloksena

εκτελώ, αποτελώ, φέρνω αποτέλεσμα

  1. efekti

αποτέλεσμα, επίδραση, πραγματοποίηση

  1. efekti

εκτελώ, αποτελώ, φέρνω αποτέλεσμα

  1. saada aikaan