αποπειρώμαι kreikasta suomeksi

αποπειρώμαι, δοκιμάζω

  1. yrittää

προσπαθώ, πασχίζω, αποπειρώμαι

  1. ponnistella, yrittää, pyrkiä

αποπειρώμαι, επιχειρώ, προσπαθώ

  1. yrittää, koettaa