αντιμετωπίζω kreikasta suomeksi

αντιμετωπίζω

  1. ottaa vastuu (+ elative)

αντιμετωπίζω sc=Grek

  1. kohdata

αντιμετωπίζω

  1. yhteenotto

φέρομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι

  1. taklaus