αναφέρω kreikasta suomeksi

αναφέρω, μνημονεύω

  1. maininta

σπαράσσω, σπαράζω, αναφέρω, παραθέτω

  1. tarjous

συνοψίζω sc=Grek, ενημερώνω sc=Grek, αναφέρω sc=Grek

  1. lyhyt, lyhytaikainen