ακολουθία kreikasta suomeksi

ακολουθία, σειρά, αλληλουχία

  1. sarja, sekvenssi

ακολουθία

  1. sekvenssi

πομπή, λιτανεία religion, περιφορά εικόνας ή Επιταφίου, ακολουθία

  1. sekvenssi

ακολουθία, συνοδεία, κοινό

  1. myötäinen

ειρμός ειρμός (σκέψεων), ακολουθία sc=Grek, αλληλουχία sc=Grek

  1. maa, väri