έννοια kreikasta suomeksi

έννοια sc=Grek, σύλληψη sc=Grek

  1. käsite, konsepti

περιληπτικό όνομα, περιληπτική έννοια

  1. kokoava

  2. kollektiivitila

σημασία, έννοια

  1. kollektiivi

ανησυχία, έγνοια, έννοια

  1. kokoava