säännöllinen kreikkaksi

säännöllinen lauseke

  1. κυκλικός

  2. κυκλικός

  3. συχνός sc=Grek, συχνή sc=Grek, συχνό sc=Grek

toistuva, syklinen, säännöllinen

  1. κανονικός sc=Grek, κανονική sc=Grek, κανονικό sc=Grek, κοινός sc=Grek, κοινή sc=Grek, κοινό sc=Grek, συνηθισμένος sc=Grek, συνηθισμένη sc=Grek, συνηθισμένο sc=Grek

säännöllinen

  1. περιοδικός

  2. περιοδικός

  3. περιοδικό

  4. φυσιολογικός

  5. φυσιολογικός